Δεν νομίζω να υπάρχει πιο μερακλίδικη δουλειά από του οργανοποιού.
Ο οργανοποιός δεν ξέρει από ωράρια, και η λέξη προθεσμία έχει γι' αυτόν μια έννοια πολύ σχετική. Αν έχει κέφι, θα δουλέψει: επειδή έχει κέφι, και όχι επειδή πρέπει να συμπληρώσει ένα οκτάωρο.
Θα πάει το πρωί στο εργαστήρι του, γύρω στις οκτώμιση, μπορεί και εννέα. Θα φτιάξει τον καφέ του με την ησυχία του, καθώς κάθεται στον πάγκο σιγοσφυρίζοντας έναν σκοπό που του σφηνώθηκε στα μιλίγγια από την ώρα που ξύπνησε. Αφού ρουφίξει τον καφέ του αργά, θα καταπιαστεί με τα ξύλα. Άλλοτε με βία, άλλοτε με χέρι απαλό, πονετικό, θα κόψει, θα πλανίσει, θα τρίψει. Θα φτιάξει τα κομμάτια για ένα μπουζούκι, ένα μπαγλαμαδάκι, μια κιθάρα, σιγά σιγά, με το μαλακό, γιατί έτσι γίνεται αυτή η δουλειά.
Κι αφού μετατρέψει το ευγενές, πλην άμορφο κούτσουρο σε σκάφος, ηχείο, μανίκι, θα πάρει τις κόλλες και θα ενώσει τα κομμάτια, δίνοντας σχήμα και μορφή σε αυτό που αύριο, ή ίσως μεθαύριο, θα είναι μπουζούκι, μπαγλαμαδάκι ή κιθάρα. Θα το βερνικώσει, και με υπομονή θα περιμένει όσο χρειάζεται για να στεγνώσει.
Κι έπειτα αρχίζει τη λεπτοδουλειά: να βάλει τον καβαλάρη, τα κλειδιά, να περάσει τα τάστα μετρώντας χιλιοστό το χιλιοστό. Και μετά θα περάσει τις χορδές και θα τις κουρδίσει: ήρεμα, αργά, ξανά και ξανά θα δοκιμάσει τον ήχο, μέχρι η χορδή να φτάσει στο ακριβές εκείνο σημείο που το "ρε" θα ακούγεται όπως πρέπει, καλοζυγισμένο, αλφαδιασμένο, τέλειο. Δεν χρειάζεται κουρδιστήρι για τούτη τη δουλειά: με το αυτί και την καρδιά του τα καταφέρνει περίφημα.
Και μόλις τελειώσει το κούρδισμα, πιάνει την πένα κι αρχίζει να παίζει ένα ταξίμι, έτσι, για να δει πώς ακούγεται το όργανο. Και στην αρχή προσπαθεί να μείνει συγκεντρωμένος, να εκτιμήσει την ατάκα, το κράτημα, την ποιότητα του ήχου, το σκάσιμο της πένας πάνω στα τέλια. Αλλά σιγά σιγά αφαιρείται, κάνει στην άκρη ο μάστορας και ξεπροβάλλει ο μερακλής καλλιτέχνης. Τη μελωδία που είχε στο μυαλό του απ' το πρωί, τώρα την ξεδιπλώνει πάνω σε ένα αληθινό, καινούργιο όργανο, ζωντανό, τη στολίζει, την απλώνει και τη μαζεύει.
Κι εκείνη την ώρα, μαζεύονται και οι φίλοι που τό 'χουν συνήθειο να περνάνε από το μαγαζί: ας πούμε ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Σπύρος. Και φέρνουν μαζί τους μπύρες που αγόρασαν από το ψιλικατζίδικο της γωνίας, ή ρετσίνες, ή ούζο, ή κανένα καλό τσίπουρο, σπιτικό. Και πιάνουν το καινούργιο μπουζούκι , το μπαγλαμαδάκι , την κιθάρα, να δοκιμάσουν. Και σιγά σιγά πιάνουν και τ' άλλα όργανα που βρίσκονται στο μαγαζί, καμαρωτά στη βιτρίνα ή επισκευασμένα που περιμένουν τον ιδιοκτήτη τους.
Κι έτσι ο οργανοποιός και η παρέα του, ανάμεσα στη μία μπύρα και την άλλη, μέσα στο ντουμάνι απ' τα ... τσιγάρα, παίζουν τις μουσικές τους. Μουσικές ανατολίτικες, σε τούτο το κομμάτι της ανατολής που χρόνια προσπαθεί να γίνει δύση, χωρίς να τα καταφέρνει αλλά και χωρίς να χολοσκάει κιόλας. Και περνάνε οι ώρες, περνάνε κι οι μπύρες και οι μουσικές.
Κι εκεί, κατά το βραδάκι, περνάει από το δρόμο μπροστά από το εργαστήρι κι ένας διαβάτης κουρασμένος, ράθυμος, βαρύς. Κι ακούει τα ταξίμια, κοιτάζει μέσα από τη βιτρίνα και βλέπει την παρέα που ταξιδεύει. Κοντοστέκεται για ένα λεπτό, στήνει αυτί, και σκάει ένα στραβό χαμόγελο. Τους χαίρεται και τους ζηλεύει μαζί. Κι ύστερα παίρνει πάλι τον δρόμο του.
Και απόψε θα κοιμηθεί ελαφριά. Κι αύριο το πρωί θα πάρει πάλι τον ίδιο δρόμο, στην αντίθετη κατεύθυνση, σιγοσφυρίζοντας έναν σκοπό που του σφηνώθηκε στα μιλίγγια από την ώρα που ξύπνησε.
Ο οργανοποιός δεν ξέρει από ωράρια, και η λέξη προθεσμία έχει γι' αυτόν μια έννοια πολύ σχετική. Αν έχει κέφι, θα δουλέψει: επειδή έχει κέφι, και όχι επειδή πρέπει να συμπληρώσει ένα οκτάωρο.
Θα πάει το πρωί στο εργαστήρι του, γύρω στις οκτώμιση, μπορεί και εννέα. Θα φτιάξει τον καφέ του με την ησυχία του, καθώς κάθεται στον πάγκο σιγοσφυρίζοντας έναν σκοπό που του σφηνώθηκε στα μιλίγγια από την ώρα που ξύπνησε. Αφού ρουφίξει τον καφέ του αργά, θα καταπιαστεί με τα ξύλα. Άλλοτε με βία, άλλοτε με χέρι απαλό, πονετικό, θα κόψει, θα πλανίσει, θα τρίψει. Θα φτιάξει τα κομμάτια για ένα μπουζούκι, ένα μπαγλαμαδάκι, μια κιθάρα, σιγά σιγά, με το μαλακό, γιατί έτσι γίνεται αυτή η δουλειά.
Κι αφού μετατρέψει το ευγενές, πλην άμορφο κούτσουρο σε σκάφος, ηχείο, μανίκι, θα πάρει τις κόλλες και θα ενώσει τα κομμάτια, δίνοντας σχήμα και μορφή σε αυτό που αύριο, ή ίσως μεθαύριο, θα είναι μπουζούκι, μπαγλαμαδάκι ή κιθάρα. Θα το βερνικώσει, και με υπομονή θα περιμένει όσο χρειάζεται για να στεγνώσει.
Κι έπειτα αρχίζει τη λεπτοδουλειά: να βάλει τον καβαλάρη, τα κλειδιά, να περάσει τα τάστα μετρώντας χιλιοστό το χιλιοστό. Και μετά θα περάσει τις χορδές και θα τις κουρδίσει: ήρεμα, αργά, ξανά και ξανά θα δοκιμάσει τον ήχο, μέχρι η χορδή να φτάσει στο ακριβές εκείνο σημείο που το "ρε" θα ακούγεται όπως πρέπει, καλοζυγισμένο, αλφαδιασμένο, τέλειο. Δεν χρειάζεται κουρδιστήρι για τούτη τη δουλειά: με το αυτί και την καρδιά του τα καταφέρνει περίφημα.
Και μόλις τελειώσει το κούρδισμα, πιάνει την πένα κι αρχίζει να παίζει ένα ταξίμι, έτσι, για να δει πώς ακούγεται το όργανο. Και στην αρχή προσπαθεί να μείνει συγκεντρωμένος, να εκτιμήσει την ατάκα, το κράτημα, την ποιότητα του ήχου, το σκάσιμο της πένας πάνω στα τέλια. Αλλά σιγά σιγά αφαιρείται, κάνει στην άκρη ο μάστορας και ξεπροβάλλει ο μερακλής καλλιτέχνης. Τη μελωδία που είχε στο μυαλό του απ' το πρωί, τώρα την ξεδιπλώνει πάνω σε ένα αληθινό, καινούργιο όργανο, ζωντανό, τη στολίζει, την απλώνει και τη μαζεύει.
Κι εκείνη την ώρα, μαζεύονται και οι φίλοι που τό 'χουν συνήθειο να περνάνε από το μαγαζί: ας πούμε ο Γιώργος, ο Κώστας, ο Σπύρος. Και φέρνουν μαζί τους μπύρες που αγόρασαν από το ψιλικατζίδικο της γωνίας, ή ρετσίνες, ή ούζο, ή κανένα καλό τσίπουρο, σπιτικό. Και πιάνουν το καινούργιο μπουζούκι , το μπαγλαμαδάκι , την κιθάρα, να δοκιμάσουν. Και σιγά σιγά πιάνουν και τ' άλλα όργανα που βρίσκονται στο μαγαζί, καμαρωτά στη βιτρίνα ή επισκευασμένα που περιμένουν τον ιδιοκτήτη τους.
Κι έτσι ο οργανοποιός και η παρέα του, ανάμεσα στη μία μπύρα και την άλλη, μέσα στο ντουμάνι απ' τα ... τσιγάρα, παίζουν τις μουσικές τους. Μουσικές ανατολίτικες, σε τούτο το κομμάτι της ανατολής που χρόνια προσπαθεί να γίνει δύση, χωρίς να τα καταφέρνει αλλά και χωρίς να χολοσκάει κιόλας. Και περνάνε οι ώρες, περνάνε κι οι μπύρες και οι μουσικές.
Κι εκεί, κατά το βραδάκι, περνάει από το δρόμο μπροστά από το εργαστήρι κι ένας διαβάτης κουρασμένος, ράθυμος, βαρύς. Κι ακούει τα ταξίμια, κοιτάζει μέσα από τη βιτρίνα και βλέπει την παρέα που ταξιδεύει. Κοντοστέκεται για ένα λεπτό, στήνει αυτί, και σκάει ένα στραβό χαμόγελο. Τους χαίρεται και τους ζηλεύει μαζί. Κι ύστερα παίρνει πάλι τον δρόμο του.
Και απόψε θα κοιμηθεί ελαφριά. Κι αύριο το πρωί θα πάρει πάλι τον ίδιο δρόμο, στην αντίθετη κατεύθυνση, σιγοσφυρίζοντας έναν σκοπό που του σφηνώθηκε στα μιλίγγια από την ώρα που ξύπνησε.